- εὐοπλοῦσα
- εὐοπλέωto be well-equippedpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοπλώ — εὐοπλῶ, έω (Α) [εύοπλος] 1. είμαι καλά οπλισμένος, έχω πολεμικά εφόδια 2. είμαι ισχυρός, σφριγηλός, ρωμαλέος («νεότης εὐοπλοῡσα», Φίλ.) … Dictionary of Greek